- καπναγωγός
- -ό1. αυτός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται ο καπνός2. το αρσ. ως ουσ. ο καπναγωγόςη καπνοδόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek